διστάζω

διστάζω
(AM διστάζω)
δεν αποφασίζω με ευκολία, έχω επιφυλάξεις, ταλαντεύομαι
μσν.- νεοελλ.
δεν αποφασίζω κάτι
νεοελλ.
φρ. «δεν διστάζει προ ουδενός» — είναι αδίστακτος, δεν έχει κανένα ηθικό φραγμό
αρχ.
(παθ. μτχ.) δισταζόμενος, -η, -ον
αμφίβολος, αβέβαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. διστάζω θεωρήθηκε ότι προήλθε από *δι-στ-ος (πρβλ. αρχ. ινδ. dvi-sth-a «αμφίσημος, δίσημος», αρχ. νορβ. tvi-st-r «διχασμένος, λυπημένος») < IE *dwi-st (h)-o- < *dwi τού δις* + *st (h)ā τού ίστημι. Κατ' άλλους, πρόκειται για παρεκτεταμένο τ. τού δίζω* (πρβλ. ερπυστάζω - ερπύζω, κλαστάζω - κλάω κ.ά.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διστάζω — doubt pres subj act 1st sg διστάζω doubt pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διστάζω — διστάζω, δίστασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διστάζω — δίστασα, αμφιταλαντεύομαι, δεν τολμώ λόγω αβεβαιότητας: Διστάζω να πάρω μέρος στη σημερινή διαδήλωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διστάζετε — διστάζω doubt pres imperat act 2nd pl διστάζω doubt pres ind act 2nd pl διστάζω doubt imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διστάζῃ — διστάζω doubt pres subj mp 2nd sg διστάζω doubt pres ind mp 2nd sg διστάζω doubt pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διστάξει — διστάζω doubt aor subj act 3rd sg (epic) διστάζω doubt fut ind mid 2nd sg διστάζω doubt fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διστάσει — διστάζω doubt aor subj act 3rd sg (epic) διστάζω doubt fut ind mid 2nd sg διστάζω doubt fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεδισταγμένον — διστάζω doubt perf part mp masc acc sg διστάζω doubt perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δισταζομένων — διστάζω doubt pres part mp fem gen pl διστάζω doubt pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δισταζόμενον — διστάζω doubt pres part mp masc acc sg διστάζω doubt pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”