- διστάζω
- (AM διστάζω)δεν αποφασίζω με ευκολία, έχω επιφυλάξεις, ταλαντεύομαιμσν.- νεοελλ.δεν αποφασίζω κάτινεοελλ.φρ. «δεν διστάζει προ ουδενός» — είναι αδίστακτος, δεν έχει κανένα ηθικό φραγμόαρχ.(παθ. μτχ.) δισταζόμενος, -η, -οναμφίβολος, αβέβαιος.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. διστάζω θεωρήθηκε ότι προήλθε από *δι-στ-ος (πρβλ. αρχ. ινδ. dvi-sth-a «αμφίσημος, δίσημος», αρχ. νορβ. tvi-st-r «διχασμένος, λυπημένος») < IE *dwi-st (h)-o- < *dwi τού δις* + *st (h)ā τού ίστημι. Κατ' άλλους, πρόκειται για παρεκτεταμένο τ. τού δίζω* (πρβλ. ερπυστάζω - ερπύζω, κλαστάζω - κλάω κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.